- καθήσει
- καθίημιlet fallfut ind mid 2nd sgκαθίημιlet fallfut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμπαρακαθίζω — Α βάζω κάποιον να καθήσει κοντά ή μαζί με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παρακαθίζω «βάζω κάποιον να καθήσει ή να παραμείνει κοντά σε κάποιον»] … Dictionary of Greek
αμόνιαστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει μονιά, που δεν μπορεί να καθήσει κάπου μόνιμα, που ρέπει στον πλάνητα βίο 2. αυτός που δεν παραμένει σε μια θέση ή εργασία, αλλά διαρκώς τήν αλλάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + μονιάζω < μονιά*] … Dictionary of Greek
ανάκλιντρο — Κάθισμα ειδικής κατασκευής που χρησιμοποιείται για κατάκλιση. Τα α. έχουν ποικιλία σχημάτων και υλικών. Στην αρχαιότητα τα α. είχαν προσκέφαλο για να κρατιέται το κεφάλι ψηλά και ήταν απαραίτητα καθίσματα στα συμπόσια. Μετά την Αναγέννηση,… … Dictionary of Greek
ανακαθίζω — (Α ἀνακαθίζω) Ι. (μτβ.) 1. ανασηκώνω κάποιον που είναι ξαπλωμένος, ώστε να καθήσει με τον κορμό όρθιο και τα πόδια απλωμένα 2. (για πρόσωπα και ζώα) ανατρέφω, εκτρέφω 3. ανασηκώνω τον σάκο που γεμίζω και τόν χτυπώ στο έδαφος, για να κατακαθίσει… … Dictionary of Greek
αντικαθίζω — ἀντικαθίζω (Α) 1. βάζω κάποιον να καθήσει στη θέση άλλου 2. μέσ. ἀντικαθίζομαι και παρακμ. με σημ. ενεστ. ἀντικάθημαι α) στρ. παίρνω θέση απέναντι σε κάποιον β) εναντιώνομαι … Dictionary of Greek
ιζάνω — (ΑΜ ἱζάνω, Α και αιολ. τ. ἱσδάνω) νεοελλ. κατακαθίζω αρχ. 1. βάζω κάποιον να καθήσει, τοποθετώ, εγκαθιστώ, καθίζω 2. ιδρύω 3. (αμτβ.) κάθομαι, καθίζω τον εαυτό μου 4. (για το έδαφος) κατακαθίζω, καθιζάνω («ἱζάνοντος ἀεὶ ἐπὶ τὸ κενούμενον»).… … Dictionary of Greek
μαλακωσιά — η [μαλακώνω] τόπος μαλακός για να καθήσει ή για να ξαπλώσει κάποιος … Dictionary of Greek
παλούκι — το (Μ παλούκι) μακρόστενη ράβδος, ιδίως από ξύλο, με μυτερή τη μία άκρη της για να μπήγεται στο χώμα ή στον τοίχο, πάσσαλος νεοελλ. 1. μτφ. δύσκολο έργο, μεγάλη δυσκολία (α. «αυτή η δουλειά είναι παλούκι» β. «τά βρήκαμε παλούκια» συναντήσαμε… … Dictionary of Greek
παραμερίζω — [παράμερα] 1. απομακρύνω κάτι από τη μέση, θέτω παράμερα 2. αποσύρομαι από τη μέση, κάνω στην άκρη κάνω τόπο σε κάποιον για να περάσει ή να καθήσει («παραμέρισε για να περάσω») 3. μτφ. α) υποσκελίζω, παραγκωνίζω β) αγνοώ ηθελημένα … Dictionary of Greek
προσκαθίννυμαι — Α βάζω κάποιον να καθήσει κοντά, παραπλεύρως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + καθίννυμαι* «καθίζομαι»] … Dictionary of Greek